Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

η απώλεια*

παρατηρείς μηχανικά γύρω
φοβάσαι μηχανικά πλέον
φοβάσαι να αποκοιμηθείς
φοβάσαι να ξυπνήσεις
ή να μην ξυπνήσεις
σαν να σε έβαλαν πριν χρόνια σε μια αιώρα
όχι σαν να επέλεξες να καθίσεις εκεί
κι η μοναδική σου επαφή με τους ανθρώπους, το μοναδικό σημάδι που τους έριχνες πως ζεις είναι το πόδι σου που κρέμεται και κουνιέται ρυθμικά
-  συστηματικά
όμως άγαρμπα -
Κι αν επιστρέψεις ξάφνου πίσω στο σπίτι να αναρωτιέσαι γιατί είναι έτσι, αν αυτό είναι πραγματικά το γούστο σου, αν επέλεξες εσύ αυτά τα θυμωμένα χρώματα στους τοίχους, στα πλακάκια, στις κουρτίνες
Κι η σκόνη θαμμένη στις γωνίες να σου θυμίζει αυτά που έχασες
αυτά που είσαι
γι’αυτά που έχασες

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

μορφή. Και το περίγραμμά της*

Κι ο φάρυγγας στεγνός

Σαν να μην μίλησα ποτέ, σαν να μην μιλήσαμε ποτέ



Οι απέναντι στο μπαλκόνι ανάβουν τσιγάρα, μία ο ένας, μία ο άλλος
Σαν διάσημο μότο μεγάλης εταιρίας θυμίζει ο αναπτήρας που ανάβει συνεχόμενα
Κι ο καπνός που βγαίνει από τα στόματα καλύπτει τους ήχους, εκείνους της βροχής που τους κόβαμε στη μέση με οτιδήποτε κοφτερό βρίσκαμε για να τους μοιράζουμε, μισούς για εσένα, μισούς για εμένα.

Κι αν κάποια στιγμή τύχαινε κι ακούγαμε γέλια αναρωτιόμασταν αν ήταν ειρωνικά, αληθινά ή ψεύτικα
Ή μεθυσμένα
Σαν τα δικά μου μεθυσμένα γέλια
από το ποτό ή από τις μυρωδιές που άφησες


κι οι λέξεις άδειες, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τις ανάσες , άδειες


κι εγώ - άδεια .






Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

cinnamon*


Κεράκι με άρωμα κανέλλας μυρίζει σταθερά το σπίτι τώρα. Στη σκέψη θαμπά τα  χαμόγελα, αχνά τα δάκρυα. Αστόλιστα τα δωμάτια και φέτος. Κι οι μυρωδιές: καφές, πατημένο τσιγάρο μιας μέρα, φρέσκο τσιγάρο πέντε λεπτών, βροχή και, να μην ξεχάσω, κανέλλα από το κεράκι. Το δώρο Χριστουγέννων μου.
Κι εκεί στο περιθώριο του δρόμου με το πεζοδρόμιο, δίπλα ακριβώς από τους υπονόμους, με την μύτη του παπουτσιού σκαλίζω τα βρεγμένα σκουπίδια που έχουν ξεμείνει. Χιλιάδες εισιτήρια -άραγε να υπάρχει κάποια στάση εδώ κοντά;- , φύλλα και πολλές, πολλές γόπες και ξεθωριασμένα λόγια που σαν μικροί δυναμίτες ξεπροβάλλουν από τη σωρό.
Στιγμές μιας περασμένης ζωής

Τσιγάρα του παρελθόντος

Κι οι απουσίες

ξεθωριάζουν

   fade in         

fade out         

Θα τα φυσήξει όλα το επόμενο αυτοκίνητο για να αφεθούν ανέμελα στον άνεμο
Θα τα πάρει μαζί της όλα η επόμενη βροχή για να σύρει με μανία στη θάλασσα




Βλέπεις γιατί επέμενα να μην σπάνε τα κρύσταλλα;

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Χαλασμένες κεραίες*


 Σαν εκείνες τις πιτσιλιές της κόκκινης σάλτσας που έχουν μείνει στον τοίχο από προχθές.. έτσι μου έχουν μείνει κι εκείνα τα μάτια του λύκου στην σκοτεινή πλατεία. Τότε που περπατούσαμε αγκαλιά κι αυτά μας κάρφωσαν. Τα μάτια που σου τα αποκαλύπτουν όλα, τα πάντα, τόσο όμορφα κι απλόχερα, τόσο παιδικά κι ανοικοκύρευτα. Και ξέρω κι εκείνα τα άλλα τα μάτια που σε κοιτάνε σαν απογοητευμένες ψυχές και με πεσμένους τους ώμους αναμένουν, όχι εσένα, αλλά κάποιον. Κάποιον που δεν θα είναι σαν εσένα.  Κάποιον με ιδιότητες κωδικοποίησης χαλασμένων κεραίων να μην σπάει εκείνους, τους ξακουστούς γυάλινους κόσμους μας.
Μα δες λίγο, μόνο λίγο, έξω από το τετράγωνο παράθυρό σου με τις πολύχρωμες κουρτίνες.

Δεν υπάρχουν γυάλινοι κόσμοι, βλάκα μου.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

rain instrument*


Η μουσική  μας γίνεται δάκρυ και το δάκρυ μας γίνεται βροχή. Από εκείνη τη βροχή που έρχεται στα μέσα της διαδρομής του λεωφορείου. Και σ’αρέσει να ακούς τις στάλες να χτυπάνε τα τζάμια - βρεγμένες αφίσες, χαρτιά, σκουπίδια, ομπρέλες σπασμένες, όλα τα προσπερνάς και περιμένεις τη στιγμή να κατέβεις. Ένα ξυράφι είναι η βροχή, ένα ξυράφι όλα στο πέρασμα. Στο χέρι η καινούργια σου ζακέτα, το νέο σου βιβλίο “εύκολες συνταγές για φοιτητές” μέσα σε τσάντα βιβλιοπωλείου και το βινύλιο που κουβαλάς πάντα μαζί σου να σου θυμίζει από πού έρχεσαι.
Κάποτε μου είπες πως το φθινόπωρο είναι θάνατος.
Κι εγώ σε είχα αντικρούσει με τόσα πιστοποιητικά ζωής.

Η μουσική, η δική σου, η μόνο δική σου μουσική, εκείνη που ακούς από τα ακουστικά στο δρόμο. Εκεί, σε κάθε αλλαγή τραγουδιών, σε κάθε σιωπή που έρχεσαι σε επαφή με το περιβάλλον. Ακούς τους ανθρώπους -ναι, για εκείνα τα κλάσματα δευτερολέπτου- να γκρινιάζουν για το κακό που μας έστειλε ο Θεός, τη μπόρα. Και το βιολοντσέλο μαζί με τον ήχο της βροχής συνεχίζει στα αυτιά σου να κελαηδεί. Πιστοποιητικό ζωής.

Και μετά τρέχεις και βρέχεσαι και πλατσουρίζεις. Νιώθεις στα πάνινα παπούτσια σου το νερό να ρέει. Και τρέχεις. Και γελάς. Και η ψυχή σου γεμίζει βροχή και ψιχάλα. Και τρέχεις. Και γελάς. Πιστοποιητικό ζωής.

Και εκεί που τρέχεις σου φωνάζουν γνωστοί “στάσου, πάρε μία ομπρέλα..”, “περίμενε να ηρεμήσει η βροχή” κι εσύ τους προσπερνάς. Κι αντί για σκόνη πίσω σου αφήνεις πιτσιλιές γεμάτες με την ελευθερία σου και τα χρώματά σου. Και νιώθεις, έστω και για τόσο μα τόσο λίγο, πως είσαι κάτι για τους άλλους, πως ίσως και να τους μαγεύεις. Πιστοποιητικό ζωής.

Κι όταν πλησιάζεις τον προορισμό σου, τότε η καταιγίδα σταματάει κι ένα ψιλοβρόχι με ένα μειδίαμα στη γλύκα του πέφτει στους ώμους σου, σαν ένας κλόουν που ειρωνικά και τρομαχτικά σου βγάζει τη γλώσσα. Πιστοποιητικό ζωής.






“Κ ι  ο ι  λ έ ξ ε ι ς  ε ί ν α ι  τ ό σ ο  α ρ α ι έ ς . .”